Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
View word page
πολυκήριος
πολυκήριος πολῠ-κήριος, ον, κήρ very deadly, Anth.
ShortDef
very deadly
Debugging
Headword:
πολυκήριος
Headword (normalized):
πολυκήριος
Headword (normalized/stripped):
πολυκηριος
IDX:
26783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26815
Key:
polukh/rios
Data
{'content': 'πολυκήριος\n πολῠ-κήριος, ον,\n κήρ\n very deadly, Anth.', 'key': 'polukh/rios'}