Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
View word page
πολυκηδής
πολυκηδής πολῠ-κηδής, ές κῆδος full of care, grievous, Od.
ShortDef
full of care, grievous
Debugging
Headword:
πολυκηδής
Headword (normalized):
πολυκηδής
Headword (normalized/stripped):
πολυκηδης
IDX:
26782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26814
Key:
polukhdh/s
Data
{'content': 'πολυκηδής\n πολῠ-κηδής, ές\n κῆδος\n full of care, grievous, Od.', 'key': 'polukhdh/s'}