Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκλητος
View word page
πολύκεστος
πολύκεστος πολύ-κεστος, ον, well-stitched, Il.
ShortDef
well-stitched
Debugging
Headword:
πολύκεστος
Headword (normalized):
πολύκεστος
Headword (normalized/stripped):
πολυκεστος
IDX:
26780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26812
Key:
polu/kestos
Data
{'content': 'πολύκεστος\n πολύ-κεστος, ον,\n well-stitched, Il.', 'key': 'polu/kestos'}