Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυκαισαρίη
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολύκληρος
View word page
πολύκερως
πολύκερως πολύ-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, many-horned, π. φόνος the slaughter of much horned cattle, Soph.
ShortDef
many-horned
Debugging
Headword:
πολύκερως
Headword (normalized):
πολύκερως
Headword (normalized/stripped):
πολυκερως
IDX:
26779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26811
Key:
polu/kerws
Data
{'content': 'πολύκερως\n πολύ-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,\n many-horned, π. φόνος the slaughter of much horned cattle, Soph.', 'key': 'polu/kerws'}