Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυκαγκής
πολυκαής
πολυκαισαρίη
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
πολυκλήεις
View word page
πολυκέρδεια
πολυκέρδεια πολῠκέρδεια, ἡ, great craft, πολυκερδείῃσιν Od. from πολῠκερδής
ShortDef
great craft
Debugging
Headword:
πολυκέρδεια
Headword (normalized):
πολυκέρδεια
Headword (normalized/stripped):
πολυκερδεια
IDX:
26777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26809
Key:
poluke/rdeia
Data
{'content': 'πολυκέρδεια\n πολῠκέρδεια, ἡ,\n great craft, πολυκερδείῃσιν Od.\n from πολῠκερδής', 'key': 'poluke/rdeia'}