πολυκέρδεια
πολυκέρδεια
πολῠκέρδεια, ἡ,
great craft, πολυκερδείῃσιν Od.
from πολῠκερδής
{ "content": "πολυκέρδεια\n πολῠκέρδεια, ἡ,\n great craft, πολυκερδείῃσιν Od.\n from πολῠκερδής", "key": "poluke/rdeia" }