Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύϊχθυς
πολυκαγκής
πολυκαής
πολυκαισαρίη
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
πολύκλειτος
View word page
πολύκαρπος
πολύκαρπος πολύ-καρπος, ον, rich in fruit, Od., Hdt., Attic

ShortDef

rich in fruit

Debugging

Headword:
πολύκαρπος
Headword (normalized):
πολύκαρπος
Headword (normalized/stripped):
πολυκαρπος
IDX:
26776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26808
Key:
polu/karpos

Data

{'content': 'πολύκαρπος\n πολύ-καρπος, ον,\n rich in fruit, Od., Hdt., Attic', 'key': 'polu/karpos'}