Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυκαγκής
πολυκαής
πολυκαισαρίη
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολύκλαυστος
View word page
πολυκαρπία
πολυκαρπία πολῠκαρπία, ἡ, abundance of fruit, Xen. from πολύκαρπος

ShortDef

abundance of fruit

Debugging

Headword:
πολυκαρπία
Headword (normalized):
πολυκαρπία
Headword (normalized/stripped):
πολυκαρπια
IDX:
26775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26807
Key:
polukarpi/a

Data

{'content': 'πολυκαρπία\n πολῠκαρπία, ἡ,\n abundance of fruit, Xen.\n from πολύκαρπος', 'key': 'polukarpi/a'}