Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύθυτος
πολυϊδρεία
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυκαγκής
πολυκαής
πολυκαισαρίη
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
View word page
πολυκαμπής
πολυκαμπής πολῠ-καμπής, ές κάμπτω much bent, Anth.

ShortDef

much bent

Debugging

Headword:
πολυκαμπής
Headword (normalized):
πολυκαμπής
Headword (normalized/stripped):
πολυκαμπης
IDX:
26771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26803
Key:
polukamph/s

Data

{'content': 'πολυκαμπής\n πολῠ-καμπής, ές\n κάμπτω\n much bent, Anth.', 'key': 'polukamph/s'}