Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρεία
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυκαγκής
πολυκαής
πολυκαισαρίη
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκέρδεια
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
View word page
πολυκάμμορος
πολυκάμμορος πολῠ-κάμμορος, ον, very miserable, Anth.
ShortDef
very miserable
Debugging
Headword:
πολυκάμμορος
Headword (normalized):
πολυκάμμορος
Headword (normalized/stripped):
πολυκαμμορος
IDX:
26770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26802
Key:
poluka/mmoros
Data
{'content': 'πολυκάμμορος\n πολῠ-κάμμορος, ον,\n very miserable, Anth.', 'key': 'poluka/mmoros'}