Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνειμένος
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνείργω
ἀνείρω
ἀνείσοδος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
View word page
ἀνείσφορος
ἀνείσφορος exempt from the εἰσφορά, Plut.

ShortDef

exempt from tax

Debugging

Headword:
ἀνείσφορος
Headword (normalized):
ἀνείσφορος
Headword (normalized/stripped):
ανεισφορος
IDX:
2679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2680
Key:
a)nei/sforos

Data

{'content': 'ἀνείσφορος\n exempt from the εἰσφορά, Plut.', 'key': 'a)nei/sforos'}