Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄγραπτος
ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
View word page
ἀγρεύς
ἀγρεύς ἀγρεύω a hunter, Pind., Eur. of an arrow, Anth.
ShortDef
a hunter
the Hunter
Debugging
Headword:
ἀγρεύς
Headword (normalized):
ἀγρεύς
Headword (normalized/stripped):
αγρευς
IDX:
268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n268
Key:
a)greu/s
Data
{'content': 'ἀγρεύς\n ἀγρεύω\n a hunter, Pind., Eur.\n of an arrow, Anth.', 'key': 'a)greu/s'}