Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύθρηνος
πολύθριξ
πολύθροος
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρεία
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυκαγκής
πολυκαής
πολυκαισαρίη
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπία
πολύκαρπος
View word page
πολύϊχθυς
πολύϊχθυς πολύ-ϊχθυς, υος, ὁ, ἡ, abounding in fish, Strab.: also πολυ-ίχθυος, Hhymn.
ShortDef
abounding in fish
Debugging
Headword:
πολύϊχθυς
Headword (normalized):
πολύϊχθυς
Headword (normalized/stripped):
πολυιχθυς
IDX:
26766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26798
Key:
polu/ixqus
Data
{'content': 'πολύϊχθυς\n πολύ-ϊχθυς, υος, ὁ, ἡ,\n abounding in fish, Strab.: also πολυ-ίχθυος, Hhymn.', 'key': 'polu/ixqus'}