Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυθάητος
πολυθαρσής
πολυθεάμων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολυθρήνητος
πολύθρηνος
πολύθριξ
πολύθροος
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρεία
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυκαγκής
πολυκαής
View word page
πολύθροος
πολύθροος πολύ-θρους, ουν, with much noise, clamorous, Aesch.
ShortDef
clamorous
Debugging
Headword:
πολύθροος
Headword (normalized):
πολύθροος
Headword (normalized/stripped):
πολυθροος
IDX:
26758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26790
Key:
polu/qrous
Data
{'content': 'πολύθροος\n πολύ-θρους, ουν,\n with much noise, clamorous, Aesch.', 'key': 'polu/qrous'}