Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυθάητος
πολυθαρσής
πολυθεάμων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολυθρήνητος
πολύθρηνος
πολύθριξ
πολύθροος
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρεία
πολύϊδρις
View word page
πολύθηρος
πολύθηρος πολύ-θηρος, ον, θήρ abounding in wild beasts, Eur.
ShortDef
abounding in wild beasts
Debugging
Headword:
πολύθηρος
Headword (normalized):
πολύθηρος
Headword (normalized/stripped):
πολυθηρος
IDX:
26753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26785
Key:
polu/qhros
Data
{'content': 'πολύθηρος\n πολύ-θηρος, ον,\n θήρ\n abounding in wild beasts, Eur.', 'key': 'polu/qhros'}