Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύζυγος
πολυηγόρος
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυθάητος
πολυθαρσής
πολυθεάμων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολυθρήνητος
πολύθρηνος
πολύθριξ
πολύθροος
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολύθυτος
View word page
πολύθεος
πολύθεος πολύ-θεος, ον, of or belonging to many gods, Aesch.

ShortDef

of or belonging to many gods, believing in.., consisting of..

Debugging

Headword:
πολύθεος
Headword (normalized):
πολύθεος
Headword (normalized/stripped):
πολυθεος
IDX:
26751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26783
Key:
polu/qeos

Data

{'content': 'πολύθεος\n πολύ-θεος, ον,\n of or belonging to many gods, Aesch.', 'key': 'polu/qeos'}