Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνέδην
ἀνεθέλητος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνειμένος
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνείργω
ἀνείρω
ἀνείσοδος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
View word page
ἀνείσοδος
ἀνείσοδος without entrance or access, Plut.
ShortDef
without entrance
Debugging
Headword:
ἀνείσοδος
Headword (normalized):
ἀνείσοδος
Headword (normalized/stripped):
ανεισοδος
IDX:
2677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2678
Key:
a)nei/sodos
Data
{'content': 'ἀνείσοδος\n without entrance or access, Plut.', 'key': 'a)nei/sodos'}