Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγόρος
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυθάητος
πολυθαρσής
πολυθεάμων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθηρος
View word page
πολυήκοος
πολυήκοος πολυ-ήκοος, οον, ἀκούω having heard much, much-learned, Plat.
ShortDef
having heard much, much-learned
Debugging
Headword:
πολυήκοος
Headword (normalized):
πολυήκοος
Headword (normalized/stripped):
πολυηκοος
IDX:
26743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26775
Key:
poluh/kous
Data
{'content': 'πολυήκοος\n πολυ-ήκοος, οον,\n ἀκούω\n having heard much, much-learned, Plat.', 'key': 'poluh/kous'}