Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγόρος
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυθάητος
πολυθαρσής
πολυθεάμων
πολύθεος
View word page
πολύζυγος
πολύζυγος πολύ-ζῠγος, ον, ζυγόν III many-benched, νηῦς Il.

ShortDef

many-benched

Debugging

Headword:
πολύζυγος
Headword (normalized):
πολύζυγος
Headword (normalized/stripped):
πολυζυγος
IDX:
26741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26773
Key:
polu/zugos

Data

{'content': 'πολύζυγος\n πολύ-ζῠγος, ον,\n ζυγόν III\n many-benched, νηῦς Il.', 'key': 'polu/zugos'}