Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγόρος
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυθάητος
View word page
πολυεύχετος
πολυεύχετος πολυ-εύχετος, ον, = πολύευκτος, Hhymn.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολυεύχετος
Headword (normalized):
πολυεύχετος
Headword (normalized/stripped):
πολυευχετος
IDX:
26738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26770
Key:
polueu/xetos
Data
{'content': 'πολυεύχετος\n πολυ-εύχετος, ον,\n = πολύευκτος, Hhymn.', 'key': 'polueu/xetos'}