Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνέγκλητος
ἀνέδην
ἀνεθέλητος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνειμένος
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνείργω
ἀνείρω
ἀνείσοδος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
View word page
ἀνείρω
ἀνείρω to fasten on or to, to string, Hdt.; ἀν. στεφάνους to twine or wreathe them, Ar.

ShortDef

to fasten on

Debugging

Headword:
ἀνείρω
Headword (normalized):
ἀνείρω
Headword (normalized/stripped):
ανειρω
IDX:
2676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2677
Key:
a)nei/rw

Data

{'content': 'ἀνείρω\n to fasten on or to, to string, Hdt.; ἀν. στεφάνους to twine or wreathe them, Ar.', 'key': 'a)nei/rw'}