Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγόρος
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
View word page
πολύεργος
πολύεργος πολύ-εργος, ον, *ἔργω much-working, Theocr., Anth.
ShortDef
much-working
Debugging
Headword:
πολύεργος
Headword (normalized):
πολύεργος
Headword (normalized/stripped):
πολυεργος
IDX:
26735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26767
Key:
polu/ergos
Data
{'content': 'πολύεργος\n πολύ-εργος, ον,\n *ἔργω\n much-working, Theocr., Anth.', 'key': 'polu/ergos'}