Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγόρος
View word page
πολυεπαίνετος
πολυεπαίνετος πολυ-επαίνετος, ον, much-praised, Xen.

ShortDef

much-praised

Debugging

Headword:
πολυεπαίνετος
Headword (normalized):
πολυεπαίνετος
Headword (normalized/stripped):
πολυεπαινετος
IDX:
26732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26764
Key:
poluepai/netos

Data

{'content': 'πολυεπαίνετος\n πολυ-επαίνετος, ον,\n much-praised, Xen.', 'key': 'poluepai/netos'}