Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
View word page
πολυέλικτος
πολυέλικτος πολυ-έλικτος, ον, much convoluted, πολ. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, Eur.

ShortDef

much convoluted

Debugging

Headword:
πολυέλικτος
Headword (normalized):
πολυέλικτος
Headword (normalized/stripped):
πολυελικτος
IDX:
26731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26763
Key:
polue/liktos

Data

{'content': 'πολυέλικτος\n πολυ-έλικτος, ον,\n much convoluted, πολ. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, Eur.', 'key': 'polue/liktos'}