Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
View word page
πολυέλαιος
πολυέλαιος πολυ-έλαιος, ον, ἔλαιον yielding much oil, Xen.
ShortDef
yielding much oil
Debugging
Headword:
πολυέλαιος
Headword (normalized):
πολυέλαιος
Headword (normalized/stripped):
πολυελαιος
IDX:
26730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26762
Key:
polue/laios
Data
{'content': 'πολυέλαιος\n πολυ-έλαιος, ον,\n ἔλαιον\n yielding much oil, Xen.', 'key': 'polue/laios'}