Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
View word page
πολυειδία
πολυειδία πολυειδία, ἡ, diversity of kind, Plat.

ShortDef

diversity of kind

Debugging

Headword:
πολυειδία
Headword (normalized):
πολυειδία
Headword (normalized/stripped):
πολυειδια
IDX:
26729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26761
Key:
polueidi/a

Data

{'content': 'πολυειδία\n πολυειδία, ἡ,\n diversity of kind, Plat.', 'key': 'polueidi/a'}