Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
View word page
πολύεδρος
πολύεδρος πολύ-εδρος, ον, ἕδρα polyhedral, Plut.

ShortDef

polyhedral

Debugging

Headword:
πολύεδρος
Headword (normalized):
πολύεδρος
Headword (normalized/stripped):
πολυεδρος
IDX:
26727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26759
Key:
polu/edros

Data

{'content': 'πολύεδρος\n πολύ-εδρος, ον,\n ἕδρα\n polyhedral, Plut.', 'key': 'polu/edros'}