Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
View word page
πολύδωρος
πολύδωρος πολύ-δωρος, ον, δῶρον richly dowered, Hom.
ShortDef
Polydorus
richly dowered
Debugging
Headword:
πολύδωρος
Headword (normalized):
πολύδωρος
Headword (normalized/stripped):
πολυδωρος
IDX:
26726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26758
Key:
polu/dwros
Data
{'content': 'πολύδωρος\n πολύ-δωρος, ον,\n δῶρον\n richly dowered, Hom.', 'key': 'polu/dwros'}