Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
View word page
πολυδωρία
πολυδωρία πολῠδωρία, ἡ, open-handedness, Xen. from πολύδωρος
ShortDef
open-handedness
Debugging
Headword:
πολυδωρία
Headword (normalized):
πολυδωρία
Headword (normalized/stripped):
πολυδωρια
IDX:
26725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26757
Key:
poludwri/a
Data
{'content': 'πολυδωρία\n πολῠδωρία, ἡ,\n open-handedness, Xen.\n from πολύδωρος', 'key': 'poludwri/a'}