Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
View word page
πολύδοξος
πολύδοξος πολύ-δοξος, ον, δόξα having various opinions, Anth.
ShortDef
having various opinions
Debugging
Headword:
πολύδοξος
Headword (normalized):
πολύδοξος
Headword (normalized/stripped):
πολυδοξος
IDX:
26724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26756
Key:
polu/docos
Data
{'content': 'πολύδοξος\n πολύ-δοξος, ον,\n δόξα\n having various opinions, Anth.', 'key': 'polu/docos'}