Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
View word page
πολυδίψιος
πολυδίψιος πολῠ-δίψιος, ον, very thirsty, Il.
ShortDef
very thirsty
Debugging
Headword:
πολυδίψιος
Headword (normalized):
πολυδίψιος
Headword (normalized/stripped):
πολυδιψιος
IDX:
26722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26754
Key:
poludi/yios
Data
{'content': 'πολυδίψιος\n πολῠ-δίψιος, ον,\n very thirsty, Il.', 'key': 'poludi/yios'}