Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυδάκρυτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδία
πολυέλαιος
View word page
πολύδικος
πολύδικος πολύ-δῐκος, ον, having many lawsuits, litigious, Strab.
ShortDef
having many lawsuits, litigious
Debugging
Headword:
πολύδικος
Headword (normalized):
πολύδικος
Headword (normalized/stripped):
πολυδικος
IDX:
26720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26752
Key:
polu/dikos
Data
{'content': 'πολύδικος\n πολύ-δῐκος, ον,\n having many lawsuits, litigious, Strab.', 'key': 'polu/dikos'}