Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
πολύδωρος
View word page
πολυδερκής
πολυδερκής πολυ-δερκής, ές δέρκομαι much-seeing, Hes.
ShortDef
much-seeing
Debugging
Headword:
πολυδερκής
Headword (normalized):
πολυδερκής
Headword (normalized/stripped):
πολυδερκης
IDX:
26716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26748
Key:
poluderkh/s
Data
{'content': 'πολυδερκής\n πολυ-δερκής, ές\n δέρκομαι\n much-seeing, Hes.', 'key': 'poluderkh/s'}