Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυγονία
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίψιος
πολύδονος
πολύδοξος
πολυδωρία
View word page
πολύδενδρος
πολύδενδρος πολύ-δενδρος, ον, δένδρον with many trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.
ShortDef
with many trees, abounding in trees
Debugging
Headword:
πολύδενδρος
Headword (normalized):
πολύδενδρος
Headword (normalized/stripped):
πολυδενδρος
IDX:
26715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26747
Key:
polu/dendros
Data
{'content': 'πολύδενδρος\n πολύ-δενδρος, ον,\n δένδρον\n with many trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.', 'key': 'polu/dendros'}