Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδικος
πολυδινής
View word page
πολυδάπανος
πολυδάπανος πολυ-δάπᾰνος, ον, δαπάνη causing great expense, Hdt., Xen. of a person, extravagant, Xen.

ShortDef

causing great expense

Debugging

Headword:
πολυδάπανος
Headword (normalized):
πολυδάπανος
Headword (normalized/stripped):
πολυδαπανος
IDX:
26711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26743
Key:
poluda/panos

Data

{'content': 'πολυδάπανος\n πολυ-δάπᾰνος, ον,\n δαπάνη\n causing great expense, Hdt., Xen.\n of a person, extravagant, Xen.', 'key': 'poluda/panos'}