Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
View word page
πολύδακρυς
πολύδακρυς πολύ-δακρῠς, ῠος, ὁ, ἡ, δάκρυ of or with many tears: hence, much-wept, tearful, Il., Aesch. of persons, much-weeping, Eur., Ar.

ShortDef

of many tears, tearful, deplorable

Debugging

Headword:
πολύδακρυς
Headword (normalized):
πολύδακρυς
Headword (normalized/stripped):
πολυδακρυς
IDX:
26709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26741
Key:
polu/dakrus

Data

{'content': 'πολύδακρυς\n πολύ-δακρῠς, ῠος, ὁ, ἡ,\n δάκρυ\n of or with many tears: hence,\n much-wept, tearful, Il., Aesch.\n of persons, much-weeping, Eur., Ar.', 'key': 'polu/dakrus'}