Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
View word page
πολυδάκρυος
πολυδάκρυος πολυ-δάκρῠος, ον, = πολύδακρυς, Il., Eur.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυδάκρυος
Headword (normalized):
πολυδάκρυος
Headword (normalized/stripped):
πολυδακρυος
IDX:
26708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26740
Key:
poluda/kruos

Data

{'content': 'πολυδάκρυος\n πολυ-δάκρῠος, ον,\n = πολύδακρυς, Il., Eur.', 'key': 'poluda/kruos'}