Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδεσμος
View word page
πολυδαίδαλος
πολυδαίδαλος πολυ-δαίδᾰλος, ον, much wrought, richly dight, of metal work, Hom.; of embroidery, Hes. act. working with much art, very skilful, Il.

ShortDef

much wrought, richly dight

Debugging

Headword:
πολυδαίδαλος
Headword (normalized):
πολυδαίδαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυδαιδαλος
IDX:
26707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26739
Key:
poludai/dalos

Data

{'content': 'πολυδαίδαλος\n πολυ-δαίδᾰλος, ον,\n much wrought, richly dight, of metal work, Hom.; of embroidery, Hes.\n act. working with much art, very skilful, Il.', 'key': 'poludai/dalos'}