Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάπανος
πολυδέγμων
πολυδειράς
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
View word page
πολύγονος
πολύγονος πολύ-γονος, ον, producing many at a birth, prolific, Hdt., etc.

ShortDef

producing many at a birth, prolific

Debugging

Headword:
πολύγονος
Headword (normalized):
πολύγονος
Headword (normalized/stripped):
πολυγονος
IDX:
26706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26738
Key:
polu/gonos

Data

{'content': 'πολύγονος\n πολύ-γονος, ον,\n producing many at a birth, prolific, Hdt., etc.', 'key': 'polu/gonos'}