Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
View word page
πολύγλωσσος
πολύγλωσσος πολύ-γλωσσος, Attic -ττος, ον, γλῶσσα many-tongued, δρῦς π. the vocal (oracular) oak of Dodona, Soph.; π. βοή an oft-repeated or loud-voiced cry, Soph.

ShortDef

many-tongued

Debugging

Headword:
πολύγλωσσος
Headword (normalized):
πολύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
πολυγλωσσος
IDX:
26699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26731
Key:
polu/glwssos

Data

{'content': 'πολύγλωσσος\n πολύ-γλωσσος, Attic -ττος, ον,\n \n \n γλῶσσα\n many-tongued, δρῦς π. the vocal (oracular) oak of Dodona, Soph.; π. βοή an oft-repeated or loud-voiced cry, Soph.', 'key': 'polu/glwssos'}