Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονος
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
View word page
πολύγλευκος
πολύγλευκος πολύ-γλευκος, ον, abounding in new wine, Anth.

ShortDef

abounding in new wine

Debugging

Headword:
πολύγλευκος
Headword (normalized):
πολύγλευκος
Headword (normalized/stripped):
πολυγλευκος
IDX:
26698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26730
Key:
polu/gleukos

Data

{'content': 'πολύγλευκος\n πολύ-γλευκος, ον,\n abounding in new wine, Anth.', 'key': 'polu/gleukos'}