Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονος
πολυδαίδαλος
View word page
πολυγηθής
πολυγηθής πολυ-γηθής, Doric πολυ-γᾱθής, ές γηθέω much-cheering, delightful, gladsome, Il., Hes.

ShortDef

much-cheering, delightful, gladsome

Debugging

Headword:
πολυγηθής
Headword (normalized):
πολυγηθής
Headword (normalized/stripped):
πολυγηθης
IDX:
26697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26729
Key:
polughqh/s

Data

{'content': 'πολυγηθής\n πολυ-γηθής, Doric πολυ-γᾱθής, ές\n \n γηθέω\n much-cheering, delightful, gladsome, Il., Hes.', 'key': 'polughqh/s'}