πολυγάλακτος
πολυγάλακτος
πολυ-γάλακτος, ον,
with much milk; poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη Anth.
{
"content": "πολυγάλακτος\n πολυ-γάλακτος, ον,\n with much milk; poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη Anth.",
"key": "poluga/laktos"
}