Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυβαφής
πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονος
View word page
πολυγάλακτος
πολυγάλακτος πολυ-γάλακτος, ον, with much milk; poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη Anth.

ShortDef

with much milk

Debugging

Headword:
πολυγάλακτος
Headword (normalized):
πολυγάλακτος
Headword (normalized/stripped):
πολυγαλακτος
IDX:
26696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26728
Key:
poluga/laktos

Data

{'content': 'πολυγάλακτος\n πολυ-γάλακτος, ον,\n with much milk; poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη Anth.', 'key': 'poluga/laktos'}