Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυαῦλαξ
πολυαύχενος
πολυβαφής
πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
πολυγονέομαι
View word page
πολύβροχος
πολύβροχος πολύ-βροχος, ον, with many nooses, Eur.

ShortDef

freshly infused several times
with many nooses

Debugging

Headword:
πολύβροχος
Headword (normalized):
πολύβροχος
Headword (normalized/stripped):
πολυβροχος
IDX:
26694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26726
Key:
polu/broxos2

Data

{'content': 'πολύβροχος\n πολύ-βροχος, ον,\n with many nooses, Eur.', 'key': 'polu/broxos2'}