Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύαστρος
πολυαῦλαξ
πολυαύχενος
πολυβαφής
πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
πολύγνωτος
πολύγομφος
View word page
πολυβούτης
πολυβούτης πολυ-βούτης, ου, ὁ, βοῦς rich in oxen, Il.
ShortDef
rich in oxen
Debugging
Headword:
πολυβούτης
Headword (normalized):
πολυβούτης
Headword (normalized/stripped):
πολυβουτης
IDX:
26693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26725
Key:
polubou/ths
Data
{'content': 'πολυβούτης\n πολυ-βούτης, ου, ὁ,\n βοῦς\n rich in oxen, Il.', 'key': 'polubou/ths'}