Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυαρχία
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυαῦλαξ
πολυαύχενος
πολυβαφής
πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
πολυγνώμων
View word page
πολύβοτρυς
πολύβοτρυς πολύβοτρυς, υος, ὁ, ἡ, abounding in grapes, Eur.
ShortDef
abounding in grapes
Debugging
Headword:
πολύβοτρυς
Headword (normalized):
πολύβοτρυς
Headword (normalized/stripped):
πολυβοτρυς
IDX:
26691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26723
Key:
polu/botrus
Data
{'content': 'πολύβοτρυς\n πολύβοτρυς, υος, ὁ, ἡ,\n abounding in grapes, Eur.', 'key': 'polu/botrus'}