Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύαρνος
πολυαρχία
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυαῦλαξ
πολυαύχενος
πολυβαφής
πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
πολύγναμπτος
View word page
πολύβοτος
πολύβοτος πολύ-βοτος, ον, βόσκω much-nourishing, Aesch.
ShortDef
much-nourishing
Debugging
Headword:
πολύβοτος
Headword (normalized):
πολύβοτος
Headword (normalized/stripped):
πολυβοτος
IDX:
26690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26722
Key:
polu/botos
Data
{'content': 'πολύβοτος\n πολύ-βοτος, ον,\n βόσκω\n much-nourishing, Aesch.', 'key': 'polu/botos'}