Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυαρχία
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυαῦλαξ
πολυαύχενος
πολυβαφής
πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
πολύγλωσσος
View word page
πολυβότειρα
πολυβότειρα βόσκω much or all nourishing, Hom., Hes., in Epic form πουλυβότειρα.
ShortDef
much
Debugging
Headword:
πολυβότειρα
Headword (normalized):
πολυβότειρα
Headword (normalized/stripped):
πολυβοτειρα
IDX:
26689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26721
Key:
polubo/teira
Data
{'content': 'πολυβότειρα\n βόσκω\n much or all nourishing, Hom., Hes., in Epic form πουλυβότειρα.', 'key': 'polubo/teira'}