Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυαρχία
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυαῦλαξ
πολυαύχενος
πολυβαφής
πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβροχος
πολυγαθής
πολυγάλακτος
πολυγηθής
πολύγλευκος
View word page
πολύβοσκος
πολύβοσκος πολύ-βοσκος, ον, βόσκω much-nourishing, Pind.
ShortDef
much-nourishing
Debugging
Headword:
πολύβοσκος
Headword (normalized):
πολύβοσκος
Headword (normalized/stripped):
πολυβοσκος
IDX:
26688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26720
Key:
polu/boskos
Data
{'content': 'πολύβοσκος\n πολύ-βοσκος, ον,\n βόσκω\n much-nourishing, Pind.', 'key': 'polu/boskos'}