Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυάνωρ
πολυάργυρος
πολυάρατος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυαρχία
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυαῦλαξ
πολυαύχενος
πολυβαφής
πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
View word page
πολυαστράγαλος
πολυαστράγαλος πολυ-αστράγᾰλος, ον, with many joints, Anth.

ShortDef

with many joints

Debugging

Headword:
πολυαστράγαλος
Headword (normalized):
πολυαστράγαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυαστραγαλος
IDX:
26682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26714
Key:
poluastra/galos

Data

{'content': 'πολυαστράγαλος\n πολυ-αστράγᾰλος, ον,\n with many joints, Anth.', 'key': 'poluastra/galos'}