Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυανδρέω
πολύανδρος
πολυανθής
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυάνωρ
πολυάργυρος
πολυάρατος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυαρχία
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυαῦλαξ
πολυαύχενος
πολυβαφής
πολυβενθής
πολύβοσκος
πολυβότειρα
View word page
πολυαρμόνιος
πολυαρμόνιος πολυ-αρμόνιος, ον, ἁρμονία many-toned, Plat.
ShortDef
many-toned
Debugging
Headword:
πολυαρμόνιος
Headword (normalized):
πολυαρμόνιος
Headword (normalized/stripped):
πολυαρμονιος
IDX:
26679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26711
Key:
poluarmo/nios
Data
{'content': 'πολυαρμόνιος\n πολυ-αρμόνιος, ον,\n ἁρμονία\n many-toned, Plat.', 'key': 'poluarmo/nios'}